διπλοῖν

διπλοῖν
διπλόος
twofold
masc/neut gen/dat dual (attic)
διπλός
masc/neut gen/dat dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κωπηλατώ — (AM κωπηλατῶ, έω) [κωπηλάτης] τραβώ κουπί, κινώ το σκάφος με χειρισμό τών κουπιών, λάμνω αρχ. κινώ κάτι προς τα εμπρός και πίσω, όπως λ.χ. όταν ο ξυλουργός στρέφει το τρυπάνι («ναυπηγίαν δ ὡσεί τις ἀρμόζων ἀνὴρ διπλοῑν χαλινοῑν τρύπανον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”